- αυτόματοι πωλητές
- Μηχανές στις οποίες αρκεί να ρίξουμε ένα καθορισμένο νόμισμα σε μια κατάλληλη σχισμή τους ή και περισσότερα για να ανοίξει μια θυρίδα και να πάρουμε το είδος που με τον τρόπο αυτό αγοράζουμε. Τα κατάλληλα είδη για έναν παρόμοιο τύπο πώλησης είναι πολλά (τσιγάρα, τρόφιμα, ποτά κλπ.). Πολλοί καταστηματάρχες, κυρίως στο εξωτερικό, μετά τις ώρες λειτουργίας του καταστήματός τους, εκθέτουν στις προθήκες μία ή περισσότερες από τις συσκευές αυτές με ορισμένα είδη και, κυρίως, με εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση. Στην ίδια κατηγορία μηχανών ανήκουν και τα αυτόματα εκδοτήρια εισιτηρίων για λεωφορεία και τρένα. Υπάρχουν επίσης τα λεγόμενα αυτόματα εστιατόρια, στα οποία τα φαγητά βρίσκονται εκτεθειμένα σε μεγάλες προθήκες με διαφανείς θυρίδες που ανοίγουν αυτόματα με νομίσματα. Έτσι ο πελάτης παίρνει το φαγητό που επιθυμεί, ενώ το υπηρεσιακό προσωπικό, πίσω από τις προθήκες, παρακολουθεί και τις ανεφοδιάζει με νέα φαγητά καθώς αδειάζουν.
Dictionary of Greek. 2013.